
Ως ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στα θύματα της ασφάλτου, το Cretalive.gr παρουσιάζει πέντε ιστορίες μέσα από τις αφηγήσεις τριών μανάδων, μίας κόρης και ενός πατέρα. Ευχή όλων να μην χαθούν άλλες ζωές. Να μην μαυροντυθούν άλλες μητέρες. Να μην κλείσουν άλλα σπίτια. Να μάθουμε να σεβόμαστε την ανθρώπινη ζωή. «Δεν ζητάμε εκδίκηση, δικαίωση ζητάμε» λένε με μία φωνή. Μέχρι πρότινος άγνωστοι μεταξύ τους, σήμερα πια «οικογένεια» ως μέλη του συλλόγου SOS Τροχαία Εγκλήματα. Τους ενώνει ο πόνος του θανάτου και η βαθύτατη ανάγκη τους να σώσουν άλλες ζωές. Το θεωρούν χρέος στα παιδιά που χάθηκαν στην άσφαλτο, στους αγαπημένους που έφυγαν για λίγο, αλλά δεν γύρισαν ποτέ…Η ψυχή τους όμως τριγυρίζει πάντα εδώ και στέλνουν σημάδια και μηνύματα, όπως θα διαβάσετε στις συνεντεύξεις του αφιερώματος, μέσα από όνειρα, πασχαλίτσες και πεταλούδες. Είναι τα πρόσωπα, δεν είναι αριθμοί. Είναι τα όνειρα, δεν είναι αριθμοί. Είναι ζωές, δεν είναι αριθμοί…
Η ιστορία του Στέλιου: ορφάνεψε παιδάκι, δούλευε από 5 ετών, δεν πρόλαβε να χαρεί…
Ήταν 23 Αυγούστου του 2011. Η Τζωρτζίνα Τσαγκαρίδη ήταν έγκυος 8 μηνών. Σύντομα θα κρατούσε στην αγκαλιά της το πρώτο της παιδάκι και ήταν πασίχαρη. Ήταν και η πρώτη ημέρα που είχε βγει στην σύνταξη ο πατέρας της, Στέλιος. Η Τζωρτζίνα είχε μεγάλη αδυναμία στον «καπετάνιο» της, στον άνθρωπο που της έμαθε τόσα πολλά για τη ζωή και πάντα υπήρξε παράδειγμα. Γνώρισε την ορφάνια πολύ μικρός. Δούλευε από πέντε ετών παιδάκι για να ζήσουν με τις αδερφές του. Και τα κατάφερε εξαιρετικά, δημιουργώντας μια όμορφη οικογένεια. Ήταν μόλις 55 ετών! Και …πετούσε από τη χαρά του αφού θα μπορούσε στο εξής να περάσει χρόνο με τα παιδιά και τα εγγόνια του, στα οποία είχε αγοράσει παιχνίδια. Πόσα σχέδια, πόσα όνειρα, πόσα χαμόγελα. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τίποτα…
Την πρώτη ημέρα που βγήκε στην σύνταξη, νεαρός οδηγός εμβόλισε με το αυτοκίνητο του το μηχανάκι του άτυχου πατέρα, το σώμα του οποίου εκσφενδονίστηκε αρκετά μέτρα μακριά. Ο Στέλιος Τσαγκαρίδης ανέβαινε το δρόμο της Βιομηχανικής Περιοχής Ηρακλείου. Το κράνος που φορούσε δεν ήταν αρκετό για να του σώσει τη ζωή. «Ο άλλος είχε βάλει ένα εξάρτημα στο αυτοκίνητο του, ήταν ειδικό αυτοκίνητο, και το δοκίμαζε. Έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς δίπλωμα. Τον διέλυσε τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος υγιής, δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Από το χτύπημα κόπηκε η κεντρική αορτή…» περιγράφει συναισθηματικά φορτισμένη η Τζωρτζίνα. Τόσα χρόνια μετά, ο θύμος μέσα της δεν έχει καταλαγιάσει. Είναι θύμος και πόνος μαζί ανακατωμένα. Όσο μιλάμε, τα μπλε μάτια της πλημμυρίζουν με δάκρυα και μοιάζουν με θάλασσα μανιασμένη.
Ήταν απογευματάκι όταν τους πήραν τηλέφωνο για το τροχαίο. «Στην ομάδα μας, SOS Τροχαία Εγκλήματα, μάς ενδιαφέρει να καταλάβει ο κόσμος τι σημαίνουν τα εκκλησάκια στους δρόμους. Μας ενδιαφέρει να κατανοήσουν τι σημαίνει να σε παίρνουν τηλέφωνο και να σου λένε: «ο άνθρωπος σας είχε ένα ατύχημα… είναι λίγο σοβαρό, αλλά ζει. Ελάτε να το συζητήσουμε». Αχ, αυτό το τηλέφωνο. Δεν υπάρχει. Και συ ελπίζεις…»
Η Τζωρτζίνα περιγράφει την αντίδραση της μητέρας της όταν την ενημέρωσαν για το θάνατο του μπαμπά της. «Τής είπαν «ξέρετε, δεν είναι στη ζωή πια..». Και εκείνη χαμένη, ψέλλισε: «εντάξει, θα τον πάμε στην Αθήνα, να τον κάνουμε καλά». Σοκ και άρνηση.
«Ήμασταν μία δεμένη οικογένεια που από εκείνη την ημέρα τελειώσαμε. Η μάνα μου ζωντανή-νεκρή. Δεν είχε μία φίλη, κλεισμένη μέσα. Εγώ έγκυος 8 μηνών. Καταλαβαίνετε πώς γέννησα… Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Διαλύσαμε… Εμείς ακούμε ασθενοφόρο, ακούμε για θάνατο, και λέμε πάλι «γονατιά». Ας κατανοήσουμε ότι κάθε εκκλησάκι που περνάμε, έχει μια ιστορία πόνου. Και αυτό το τηλέφωνο είναι μία λεπτή γραμμή να σου τύχει και εμείς θέλουμε να μην τύχει. Όταν κρατάω το τιμόνι, νοιάζομαι για τον πίσω, τον δεξιά, τον αριστερά μου. Του κρατάω τη ζωή. Οι άλλοι τι κρατούν; Δεν τους νοιάζει γιατί δεν θα τιμωρηθούν, δεν υπάρχει συνέπεια. Ο Έλληνας για να συμμορφωθεί θέλει ή να πονέσει η τσέπη του ή να πάει μέσα για λίγο. Εμείς παλεύουμε για τον άλλον, για το κάθε παιδί που ανοίγει την πόρτα και μπαίνει κάθε βράδυ μέσα, για το δικό μου παιδί που ζει και προχωράει στο δρόμο, για τα φανάρια, τις γραμμές, την ταχύτητα, τον σεβασμό στο τιμόνι…»