Της Ευαγγελίας Καρεκλάκη
Ως ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στα θύματα της ασφάλτου, το Cretalive.gr παρουσιάζει πέντε ιστορίες μέσα από τις αφηγήσεις τριών μανάδων, μίας κόρης και ενός πατέρα. Ευχή όλων να μην χαθούν άλλες ζωές. Να μην μαυροντυθούν άλλες μητέρες. Να μην κλείσουν άλλα σπίτια. Να μάθουμε να σεβόμαστε την ανθρώπινη ζωή. «Δεν ζητάμε εκδίκηση, δικαίωση ζητάμε» λένε με μία φωνή. Μέχρι πρότινος άγνωστοι μεταξύ τους, σήμερα πια «οικογένεια» ως μέλη του συλλόγου SOS Τροχαία Εγκλήματα. Τους ενώνει ο πόνος του θανάτου και η βαθύτατη ανάγκη τους να σώσουν άλλες ζωές. Το θεωρούν χρέος στα παιδιά που χάθηκαν στην άσφαλτο, στους αγαπημένους που έφυγαν για λίγο, αλλά δεν γύρισαν ποτέ…Η ψυχή τους όμως τριγυρίζει πάντα εδώ και στέλνουν σημάδια και μηνύματα, όπως θα διαβάσετε στις συνεντεύξεις του αφιερώματος, μέσα από όνειρα, πασχαλίτσες και πεταλούδες. Είναι τα πρόσωπα, δεν είναι αριθμοί. Είναι τα όνειρα, δεν είναι αριθμοί. Είναι ζωές, δεν είναι αριθμοί…
Η ιστορία της Πένυς: το κορίτσι με τις νεράϊδες

«Εγώ είμαι η μαμά της Πένυς και πλέον μιλάω με τη μαμά του Γιάννη, τη μαμά του Αντώνη, τη μαμά της Μαρίνας… Είμαστε οι μαμάδες που έχουμε φτιάξει έναν δικό μας κόσμο γιατί μόνο μία μάνα μπορεί να σε καταλάβει…Ο κόσμος λίγο τον φοβάται τον πόνο. Και σε ρωτάνε «τι κάνεις;» και λες «είμαι καλά». Τι να πεις; Και πόσα να πεις; Λες είμαι καλά. Η μαμά, όμως, του Αντώνη, η μαμά της Μαρίνας, η μαμά του Γιάννη, ξέρουν. Δεν χρειάζεται να τους πω…».
Είναι η Ρίτσα Γραμματικάκη, μια βαθύτατα πονεμένη μάνα, για την οποία στην πραγματικότητα ο χρόνος σταμάτησε 26 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Μαρτίου του 2023. Τότε δέχθηκε το τηλεφώνημα που άλλαξε τη ζωή της. Το τηλεφώνημα που άλλαξε τις ζωές όλων στην οικογένεια. «Ήταν 25η Μαρτίου, ημέρα γιορτής… ήταν από νωρίς έξω. Ήταν ένα παιδί πολύ γελαστό, πολύ λαμπερό, η ζωή της ένα πάρτι, με την έννοια ότι λίγες ημέρες πριν φύγει, μου είχε πει: «μαμά, ακόμα και κάτι να έχω πρέπει να είμαστε καλά, να γελάμε» περιγράφει και το πρόσωπο της γλυκαίνει. «Και την τελευταία ημέρα έκανε τη ζωή της ένα πάρτι… ήταν το πρωί για καφέ, μέσα στον κόσμο.. Να πιούνε μετά ένα κρασάκι. Γύρισε σπίτι και κατέβηκε ξανά και πήγαν για ποτό με τη φίλη της».

Δύο ώρες κράτησε… Δύο ανακοπές υπέστη το κορίτσι που δεν είχε καν συμπληρώσει τα 22 έτη. «Η γιατρός έλεγε ότι δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. «Δεν έχω ούτε ένα περιθώριο» φώναζε. «Τι θες; Θες ένα παιδί που θα είναι εγκεφαλικά νεκρό; Δεν θα είναι το παιδί σου» και εγώ έκλαιγα και φώναζα «σταμάτα, σταμάτα».
Όπως λέει, η ιατροδικαστής έδειξε μεγάλη συμπόνια και κατανόηση. «Η μόνη που μπόρεσε να μου δώσει εικόνα ήταν η ιατροδικαστής. Έκλαιγε μαζί μου, έκατσε και έκανε ολόκληρη εργασία και στάθηκε στο πλάι μου, γιατί δεν την είδα μία φορά. Προσπαθούσα να κατανοήσω και με δεχόταν κάθε φορά που πήγαινα».
Η Πένυ ήταν πρωταθλήτρια της καλλιτεχνικής κολύμβησης και σπούδαζε εργοθεραπεία. Είχε όνειρο να συνδυάσει το άθλημα της με αυτό που σπούδαζε και να κάνει εργοθεραπεία σε παιδιά στην πισίνα. Έκανε την πρακτική της στο ΠΑΓΝΗ, στην Ψυχιατρική. «Ήταν ενθουσιασμένη…Έχω ακόμα την στολή της στην ντουλάπα μου. Φούξια! «Παιδί μου θα φοράς φούξια στην Ψυχιατρική;» και μου έλεγε: «μαμά, να με βλέπουν, να χαίρονται οι άνθρωποι». Τα καλοκαίρια ήταν ναυαγοσώστρια και προπονούσε παιδιά, βοηθούσε στην ομάδα. Τελευταία είχε πιάσει δουλειά σε εμπορικό κατάστημα γιατί ήθελε να αγοράσει αυτοκίνητο και μάζευε λεφτά. Είναι ειρωνεία της τύχης ότι η Πένυ ήταν εκπληκτική οδηγός. Ξεκίνησε τα μαθήματα οδήγησης στην πρώτη καραντίνα. Ήταν ευκαιρία να δουλέψουμε πάνω στην οδήγηση με τους άδειους δρόμους… Μία-μία διασταύρωση πηγαίναμε… Ποιες διαδρομές κάνεις; Αυτές. Αυτή η διασταύρωση είναι έτσι, πρόσεχε, αυτή αλλιώς…έτσι θα πας, αλλιώς θα πας».

Δεν κρύβει την πικρία της για την αντιμετώπιση, όπως λέει, των οικογενειών των θυμάτων τροχαίων για να βρουν δικαίωση. «Σε τί διαφέρουμε από τους γονείς των Τεμπών; Γιατί πρέπει να υποχρεώνομαι εγώ, με όλο τον πόνο που κουβαλάω, να «σπάω» κάθε φορά για να τρέχω να κυνηγήσω τον κάθε εισαγγελέα, την κάθε τροχαία, τον κάθε δικηγόρο. Γιατί θα πρέπει να μαζεύω τα κομμάτια του μετά από κάθε τέτοια προσπάθεια, για να με βλέπουν τ’ άλλα μου παιδιά να στέκομαι και να μην καταρρέω…».
«Δεν ζω, δεν αναπνέω, προσποιούμαι…»

Και η Ρίτσα, όπως η μητέρα του Αντώνη, ακούει ξανά και ξανά τα ηχητικά μηνύματα της Πένυς. «Μαμά, τώρα μπήκα στο λεωφορείο… μην με ψάχνεις πάλι στην Νικολούλη». Γέλια, πειράγματα. «Τα νιώθουμε τα παιδιά μας… Χωρίς αυτά τα σημάδια, δεν γίνεται. Ο καθένας από κάπου προσπαθεί να κρατηθεί… Η Πένυ μου από μικρή τις πεταλούδες, τις έλεγε νεράιδες. «Μαμά, δεν είναι πεταλούδα, είναι μια νεράϊδα». Και στο «σπιτάκι» της έχει μόνιμα πια νεράϊδες…».